πολύφανος — with many torches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφανος — ον, Α αυτός που έχει πολλούς φανούς, δηλ. αυτός που τελείται με πολλές λαμπάδες («πολύφανος ἑορτά», Α λειμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φανός «λαμπάδα»] … Dictionary of Greek